φωτοπυρηνικός

φωτοπυρηνικός
-ή, -ό, Ν
φυσ. όρος που χρησιμοποιείται στις πυρηνικές επιστήμες για να χαρακτηρίσει τα φαινόμενα που συνδέονται με την επίδραση τών ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών στους ατομικούς πυρήνες («φωτοπυρηνική αντίδραση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. photonucleaire].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”